ὑπέροπτον

ὑπέροπτον
ὑπέροπτος
disdainful
masc/fem acc sg
ὑπέροπτος
disdainful
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπέροπτος — (I) ον, Α 1. αυτός που περιφρονήθηκε 2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα με υπεροπτικό τρόπο 4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”